Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού

Είναι ευρέως γνωστό ότι ο εμβολιασμός αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την πρόληψη μολυσματικών ασθενειών. Η υποχρεωτικότητα αυτού, ωστόσο, αποτελεί ένα φλέγον ζήτημα, το οποίο αντιμετωπίζεται με αμφιλεγόμενες απόψεις.

Οι προσπάθειες εμβολιασμού έχουν αντιμετωπιστεί με κάποια απροθυμία για επιστημονικούς, ηθικούς, πολιτικούς ή και υγειονομικούς λόγους.

Αναφορικά με την νομική υπόσταση του θέματος, η δημόσια υγεία αποτελεί έννομο αγαθό, η προστασία της οποίας κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 21 παρ.3. Πιο συγκεκριμένα “Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των άπορων”. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού αντίκειται στην ελεύθερη βούληση και προσωπική αυτονομία ενός ατόμου, προσκρούοντας σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως αυτές είναι η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας του σύμφωνα με το άρθρο 5 του Συντάγματος, αλλά και ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου κατά το άρθρο 2 του Συντάγματος. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι στηριζόμενοι στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος) στην συγκεκριμένη στάθμιση εννόμων αγαθών μεταξύ της προστασίας της υγείας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας-σεβασμού στην αξία του ανθρώπου η ζυγαριά “γέρνει” προς το δεύτερο με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί μια οριζόντια υποχρέωση προς εμβολιασμό. Μάλιστα, ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας προβλέπει την αρχή της συναίνεσης ύστερα από ενημέρωση (informed consent) σε οποιαδήποτε διενέργεια ιατρικής πράξης, είτε αυτή είναι προληπτική, είτε αυτή αποτελεί παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα (εμβόλιο, επέμβαση, χορήγηση φαρμάκων κοκ).

Ωστόσο, ως προς το άρθρο 21 παρ. 3 Σ., τοποθετώντας αυτό το ζήτημα στην επικαιρότητα εξαιτίας της έξαρσης της πανδημίας του Covid-19, τίθεται ο προβληματισμός γύρω από τους περιορισμούς που δύναται να επιβάλει το Κράτος στην ατομική \ ελευθερία για χάριν της δημόσιας υγείας. Το ίδιο το Σύνταγμα, αλλά και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δέχονται κάτι τέτοιο ρητά μόνο με τη δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων στην ελεύθερη κίνηση (όπως έχει ήδη συμβεί νόμιμα με άλλα λόγια με το lockdown) και εγκατάσταση (άρθρο 5). Στην προηγούμενη, όπως αναφέρθηκε, στάθμιση συμφερόντων και δικαιωμάτων κατ’ αρχήν ο εμβολιασμός δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός ως επέμβαση στο ανθρώπινο σώμα παρά τη θέληση του, γεγονός μάλιστα που αντιτίθεται στην αξία του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να επιβληθεί ως αναγκαίος όρος για την εκπλήρωση γενικώς δημόσιας υποχρέωσης, όπως είναι η στρατολογική ή η εκπαιδευτική. Θα έπρεπε ο πολίτης να επιλέξει ανάμεσα στην αθέλητη επέμβαση και στις κυρώσεις για μη συμμόρφωση σε δημόσια υποχρέωση, όρος που δεν είναι αποδεκτός, καθώς και οι δυο επιλογές αντιβαίνουν άμεσα ή εμμέσως στην προστασία της αξίας του ανθρώπου.

Πρόσφορο, όμως, θα ήταν να τονιστεί ότι σε περιπτώσεις σπουδαίας κρίσης, όπως αυτή της πανδημίας η πρόβλεψη υποχρεωτικού εμβολιασμού δεν αποκλείεται όταν αφορά την άσκηση δικαιώματος σε ορισμένα περιβάλλοντα. Έτσι, μπορεί π. χ να καθιερωθεί όρος για την πρόσληψη υγειονομικού προσωπικού, λόγω του αυξημένου κίνδυνου μετάδοσης ασθενειών ή για την εγγραφή παιδιών σε παιδικούς σταθμούς ή ιδιωτικά σχολεία (που δεν είναι υποχρεωτική για τους γονείς). Η διαφορά στην προκείμενη περίπτωση που καθιστά συνταγματικό τον όρο του εν δυνάμει υποχρεωτικού εμβολιασμού έγκειται στο γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν στερείται δικαίωμα του αρνούμενος τον εμβολιασμό, αλλά σταθμίζει και κρίνει αποφασίζοντας την καλύτερη δυνατή επιλογή για την υγεία του. Πρέπει, ωστόσο να τονιστεί ότι υπήρξε και μια περίπτωση εξαίρεσης στην υποχρεωτικότητα του εμβολίου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών στην Τσεχία σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Συγκεκριμένα, το τμήμα ευρείας συνθέσεως του ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία στην υπόθεση Vavřička και λοιποί κατά Τσέχικης Δημοκρατίας (αιτήσεις αριθ. 47621/13 και πέντε ακόμα) ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η ευρεία αποδοχή περιορισμών δικαιωμάτων για προστασία της δημόσιας υγείας, δικαίω ανάγκης, δεν επιτρέπει καταχρηστικές αποφάσεις. Ο εμβολιασμός αποτελεί ιατρική πράξη. Ο δια της βίας εμβολισμός προσκρούει στον πυρήνα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, ενώ ως ιατρική πράξη, η εφαρμογή της προϋποθέτει την πληροφορημένη συναίνεση του ατόμου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και ειδικότερα με το νόμο 2619/1998, που κυρώνει Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία έναντι εφαρμογών βιολογίας και ιατρικής. Είναι για τούτο μη αποδεκτή η ποινικοποίηση της άρνησης συμμόρφωσης σε υποχρεωτικό εμβολιασμό, σε εφαρμογή του άρθρου 285 του Π.Κ, που προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης ισχύοντος μέτρου, εν προκειμένου εμβολιασμού, για αποτροπή διασποράς μεταδοτικής νόσου. Συνεπώς η όποια απόφαση εφαρμογής υποχρεωτικού εμβολιασμού, πρέπει να προσδιορίζει τον στόχο, τη διάρκεια, και να εξειδικεύει το είδος και τα μέτρα περιορισμού δικαιωμάτων που συνεπάγεται η άρνηση εμβολιασμού. Τα μέτρα σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορεί να είναι ατομικά.

Η άρνηση εμβολιασμού από εργαζομένους σε υπηρεσίες υγείας ή δομές που φιλοξενούν ευπαθείς ομάδες, μπορεί να αποτελεί αιτία άρσης του δικαιώματος τους στην εργασία και δεν συνιστά διάκριση. Ο περιορισμός αυτός δεν είναι καινοφανής, αφού για την πρόσβαση σε κάποια επαγγέλματα απαιτείται με υγειονομικές διατάξεις πιστοποιητικό υγείας. Επιπλέον η μετάδοση της λοίμωξης σε ασθενείς ή σε φιλοξενούμενους σε δομές από επαγγελματία -η αποκάλυψη της οποίας είναι ευχερής με την ακολουθούμενη ιχνηλάτηση- θέτει τον επαγγελματία ενώπιον ποινικών ευθυνών, διότι γνώριζε και μπορούσε να προστατευθεί και να προστατεύσει άλλους. Επίσης ποινική ευθύνη εγείρεται και για τον εργοδότη, που δεν έλαβε τα προσήκοντα μέτρα αποτροπής, δηλαδή αποκλεισμού από την εργασία του αρνούμενου να εμβολιαστεί.

Όπως, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό οι απόψεις διίστανται περί υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στηριζόμενες όλες βέβαια σε διατάξεις του Συντάγματος, στην ΕΣΔΑ και σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Οι πλειοψηφούσες “κλείνουν” κατά της υποχρεωτικότητας και οι μειοψηφούσες τίθενται υπέρ αυτής, πάντως και πάλι όχι οριζοντίως, αλλά σε περιοριστικά αριθμούμενους τομείς, επαγγέλματα και κλάδους της ζωής με πρόδηλη πάντα την προάσπιση της δημόσιας υγείας ως το ύψιστο αγαθό.

Scroll To Top